- ψαλμωδικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαλμωδία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψαλμωδικός — ή, ό, Ν [ψαλμωδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψαλμωδία. επίρρ... ψαλμωδικώς / ψαλμωδικῶς, ΝΜ, και ψαλμωδικά Ν κατά τον τρόπο ψαλμωδίας, με ψαλμωδία … Dictionary of Greek
ՍԱՂՄՈՍԱՆՈՒԱԳ — (ի, աց.) NBH 2 0690 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 14c ա.գ. ψαλτῳδός, ψαλμῳδός psalmorum cantor. Որ նուագէ զսաղմոս. սաղմոսերգու, եւ հարկանօղ զսաղմոսարան հանդերձ երգով. եբր. միզրէր. տես ՟Ա. Մնաց. ՟Զ. 33: ՟Թ. 33:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)